- ἀρκτικούς
- ἀρκτικόςnear the Bearmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γνωρίζω — και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM γνωρίζω, Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω) 1. έχω μάθει, ξέρω κάτι 2. έχω γνωριμία με κάποιον, ξέρω κάποιον 3. αναγνωρίζω, παραδέχομαι κάτι 4. καθιστώ γνωστό, ανακοινώνω κάτι σε κάποιον 5. επαναφέρω στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
παρακείμενος — ο, ΝΜΑ γραμμ. ένας από τους αρκτικούς χρόνους τού ρήματος, ο οποίος δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα άρχισε στο παρελθόν, έχει πλέον συντελεστεί και υφίσταται ως αποτέλεσμα στο παρόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. τού… … Dictionary of Greek
τούνδρα — Περιοχή ιδιαίτερης εδαφικής μορφολογίας των βόρειων ακτών της Ευρασίας και της Βόρειας Αμερικής, καθώς επίσης και εκτάσεις μεταξύ των παγετώνων και των πολικών εδαφών. Η τ. είναι γενικά περιοχή στην οποία επικρατούν τα βρύα, τα σφάγνα και οι… … Dictionary of Greek
ενεστώτας — ο (γραμμ.), ο πρώτος από τους αρκτικούς χρόνους του ρήματος που φανερώνει κάτι που γίνεται τώρα εξακολουθητικά: Βγαίνει ο ήλιος. – Την αγαπάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)